- επιχαλυβώνω
- [-ώ (ο)] μετ. покрывать сталью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιχαλυβώνω — και επιχαλυβδώνω καλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ) ώνω (< χάλυψ). To δ αναλογικό προς το μολυβδ ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ + αρχαία κατάλ. δος κατά τά κίβ δος*, λύγ δος*. Στη… … Dictionary of Greek
επιχαλυβώνω — επιχαλύβωσα, επιχαλυβώθηκα, επιχαλυβωμένος, μτβ., σιδερένιο αντικείμενο με κατάλληλη κατεργασία το καλύπτω με στρώμα ατσαλιού, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)